δείχτης

δείχτης
[дихтис] ουσ. а. указатель (какого либо предмета)

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "δείχτης" в других словарях:

  • δείχτης — ο 1. αυτός που δείχνει τις μεταβολές των μεγεθών πάνω σε μια βαθμολογημένη κλίμακα: Οι δείχτες του ρολογιού είναι σταματημένοι. 2. το δεύτερο μετά τον αντίχειρα δάχτυλο. 3. κάθε όργανο που δείχνει κάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αεροδείκτης — και –δείχτης, ο ο ανεμοδείκτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αήρ, έρος + δείκτης νεοελλ. λόγιας προελεύσεως λ. που πλάστηκε από τον Άνθιμο Γαζή] …   Dictionary of Greek

  • δείκτης — Αυτός που δείχνει· κάθε όργανο μέτρησης που χρησιμεύει για να δείχνει· ένας ενδεικτικός αριθμός. (Ανατ.) Το δεύτερο, μετά τον αντίχειρα, δάχτυλο του χεριού του ανθρώπου, που ονομάστηκε έτσι γιατί συνήθως χρησιμοποιείται για να δείχνει. (Μαθημ.) Δ …   Dictionary of Greek

  • τροχιοδείκτης — και τροχιοδείχτης, ο, Ν μηχανισμός που τοποθετείται στη βάση μικρού βλήματος και καθιστά φωτεινή την τροχιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχιά + δείκτης / δείχτης] …   Dictionary of Greek

  • δείκτης — ο βλ. δείχτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυκλοφορία — η 1. κυκλική κίνηση: Είναι θέμα κυκλοφορίας του αίματος. 2. «κυκλοφορία εφημερίδων, περιοδικών κ.ά.», ο δείχτης κατανάλωσής τους. 3. «κυκλοφορία τροχοφόρων», η κίνηση των τροχοφόρων στους δρόμους της πόλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεπτοδείχτης — λεπτοδείχτης, ο και λεπτοδείκτης, ο ο δείχτης του ρολογιού που δείχνει τα πρώτα λεπτά της ώρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πόιντερ — πόιντερ, το (λ. αγγλ.), άκλ., κυνηγετικό σκυλί ορισμένης ράτσας, αλλ. δείχτης ή σκυλί φέρμας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υψοδείχτης — ο ο δείχτης του ύψους, αριθμός που δείχνει το ύψος ενός σημείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»